ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρυδιά (ουσ. θηλ.) καρυδιά [kariˈdʝa] Τροχ. καρυριά [kariˈrʝa] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. καρυδέα > καρυδιά.
Καρυδιά ό.π.τ. : Σο χωριό μάνα μ' είχε χώστρα· το κάνισκαμ' από καρυδιάς ξύλο (Στο χωριό η μάνα μου είχε αργαλειό· τον φτιάχναμε από ξύλο καρυδιάς) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. καρύδι :2