καρυδιά
(ουσ. θηλ.)
καρυδιά
[kariˈdʝa]
Τροχ.
καρυριά
[kariˈrʝa]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. καρυδέα > καρυδιά.
Καρυδιά
ό.π.τ.
:
Σο χωριό μάνα μ' είχε χώστρα· το κάνισκαμ' από καρυδιάς ξύλο
(Στο χωριό η μάνα μου είχε αργαλειό· τον φτιάχναμε από ξύλο καρυδιάς)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
καρύδι :2