ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κασαγού (ουσ. ουδ.) qασ̑αgού [qaʃaˈgu] Μαλακ. κασ̑αγού [kaʃaˈɣu] Φλογ. γασ̑αγού [ɣaʃaˈɣu] Μισθ., Σίλ. γασ̑αού [ɣaʃaˈu] Φάρασ. γασαgού [ɣasaˈgu] Σινασσ. ασαgού [asaˈgu] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kaşağı = εργαλείο για το χτένισμα ζώων ή το ξύσιμο, όπου και παλαιότ. τύπ. kaşağu (Tietze 2016, λ. kaşağu/kaşağı).
1. Ξυστρί, εργαλείο για ξύσιμο ζώων ό.π.τ. : || Παροιμ. Έπαρ' το γασ̑αγού, σέμα 'ς το στάβλο, το έχ̑' γιαρά το γαϊdούρ' γοτζ̑ουνdούζ̑' (Πάρε το ξυστρί, έμπα στον στάβλο, το γαϊδούρι που έχει πληγή ανησυχεί˙ ο ένοχος για κάτι θεωρεί πως ό,τι λέγεται αφορά αυτόν, όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ξύστρο
2. Μτφ., άνθρωπος πειρακτικός Σινασσ.