κασαγού
(ουσ. ουδ.)
qασ̑αgού
[qaʃaˈgu]
Μαλακ.
κασ̑αγού
[kaʃaˈɣu]
Φλογ.
γασ̑αγού
[ɣaʃaˈɣu]
Μισθ., Σίλ.
γασ̑αού
[ɣaʃaˈu]
Φάρασ.
γασαgού
[ɣasaˈgu]
Σινασσ.
ασαgού
[asaˈgu]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kaşağı = εργαλείο για το χτένισμα ζώων ή το ξύσιμο, όπου και παλαιότ. τύπ. kaşağu (Tietze 2016, λ. kaşağu/kaşağı).
1. Ξυστρί, εργαλείο για ξύσιμο ζώων
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Έπαρ' το γασ̑αγού, σέμα 'ς το στάβλο, το έχ̑' γιαρά το γαϊdούρ' γοτζ̑ουνdούζ̑'
(Πάρε το ξυστρί, έμπα στον στάβλο, το γαϊδούρι που έχει πληγή ανησυχεί˙ ο ένοχος για κάτι θεωρεί πως ό,τι λέγεται αφορά αυτόν, όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ξύστρο
2. Μτφ., άνθρωπος πειρακτικός
Σινασσ.