κασλαμά
(ουσ. ουδ.)
qασλαμά
[qaslaˈma]
Φλογ.
κασ̑λαμά
[kaʃlaˈma]
Ανακ., Μαλακ., Τροχ.
γασ̑λαμά
[ɣaʃlaˈma]
Μισθ.
γασ̑λαμό
[ɣaʃlaˈmo]
Αξ.
Πληθ.
κασ̑λαμάδια
[kaʃlaˈmaðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaşlama = γείσο της στέγης.
Πήλινη τρυπητή πλάκα που τοποθετούταν στην βάση του τουντουριού στο σημείο όπου άρχιζε η τρύπα του εξαερισμού, για να μη φράζουν οι στάχτες την έξοδο του αέρα
ό.π.τ.
Συνών.
γκιοζλούκι