ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κασλαμά (ουσ. ουδ.) qασλαμά [qaslaˈma] Φλογ. κασ̑λαμά [kaʃlaˈma] Ανακ., Μαλακ., Τροχ. γασ̑λαμά [ɣaʃlaˈma] Μισθ. γασ̑λαμό [ɣaʃlaˈmo] Αξ. Πληθ. κασ̑λαμάδια [kaʃlaˈmaðʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaşlama = γείσο της στέγης.
Πήλινη τρυπητή πλάκα που τοποθετούταν στην βάση του τουντουριού στο σημείο όπου άρχιζε η τρύπα του εξαερισμού, για να μη φράζουν οι στάχτες την έξοδο του αέρα ό.π.τ. Συνών. γκιοζλούκι