ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κασμάς (ουσ. αρσ.) κασμάς [kaˈzmas] Φάρασ. γασμάς [ɣaˈzmas] Σίλ., Σινασσ. Πληθ. κασμάδε [kaˈzmaðe] Ουλαγ., Φάρασ. κασμάδια [kaˈzmaðʝa] Φλογ. γκασμάια [gaˈzmaja] Ουλαγ. γασμάια [ɣaˈzmaja] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kazma, όπου και διαλεκτ. τύπ. gazma = α) σκάψιμο β) σκάμμα γ) σκαπτικό εργαλείο, κασμάς.
1. Κασμάς ό.π.τ. : Γρύγουμ' μι δα γασμάια (Σκάβουμε με τους κασμάδες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έκανε γυνιά, σκεπάρνια, κασμάδε (Έφτιαχνε υνιά, σκεπάρνια, κασμάδες) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Να με ντέκεις εσκέρια, ένα αμάξι να σέκωμ' το φσ̑άχ', κϋρέκια γκαι γκασμάια, να πάμ' νό'ο φέρωμ' (Να μου δώσεις στρατιώτες, ένα αμάξι να βάλουμε το παιδί, φτυάρια και κασμάδες, να πάμε να το φέρουμε) Ουλαγ. -Κεσ. Παίρ' τα κασμάδια, παιρπαίν' και κοντά τ' δύο τρία παιδιά, ρύχνουνε (Παίρνει τους κασμάδες, παίρνει μαζί του και δύο τρία παιδιά, σκάβουνε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Τσεκούρι Σίλ. Συνών. παλτά, πελέκι