κάσα
(ουσ. θηλ.)
κάσα
[ˈkasa]
Αραβ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kasa (< ιταλ. cassa) = α) χρηματοκιβώτιο β) ταμείο γ) κασόνι, κιβώτιο δ) γραμματοκιβώτιο.
1. Ξύλινο κιβώτιο
ό.π.τ.
:
Μέσα στην κάσα έχει ένα εντερλίκι, ένα κονdογούνι και μερικά μεζελίχια
(Μέσα στο κιβώτιο έχει ένα φόρεμα, ένα πανωφόρι και μερικούς μεζέδες)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Ταμείο
Αραβ.
3. Καρότσα άμαξας ή κάρου
Φάρασ.