ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάσα (ουσ. θηλ.) κάσα [ˈkasa] Αραβ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kasa (< ιταλ. cassa) = α) χρηματοκιβώτιο β) ταμείο γ) κασόνι, κιβώτιο δ) γραμματοκιβώτιο.
1. Ξύλινο κιβώτιο ό.π.τ. : Μέσα στην κάσα έχει ένα εντερλίκι, ένα κονdογούνι και μερικά μεζελίχια (Μέσα στο κιβώτιο έχει ένα φόρεμα, ένα πανωφόρι και μερικούς μεζέδες) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Ταμείο Αραβ.
3. Καρότσα άμαξας ή κάρου Φάρασ.