καρύδι
(ουσ. ουδ.)
καρύδι
[kaˈriði]
Ανακ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
καρύδ'
[kaˈrið]
Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φλογ.
καρύθ'
[kaˈriθ]
Σίλατ.
καρύτ'
[kaˈrit]
Φερτάκ.
καρύγι
[kaˈriʝi]
Γούρδ.
καρύγ̑'
[kaˈriʝ]
Αξ., Ουλαγ.
καρύχ'
[kaˈrix]
Αραβαν.
καρύι
[kaˈrii]
Μισθ., Τσαρικ.
καρύ
[kaˈri]
Αξ., Αραβαν., Μπέηκ.
καρύρι
[kaˈriri]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. καρύδιον, υποκορ. του κάρυον. Ο τύπ. καρύδι ήδη μεσν.
1. Καρύδι
ό.π.τ.
:
Αλλάζουμ' το σα καρύδια
(Το ανταλλάσσουμε με καρύδια)
Ανακ.
-Cost.
Τρώιξαμ' ντα καρύγια τσι κάφτιξαμ' καρυγιού ντα σέφλα
(Τρώγαμε τα καρύδια και καίγαμε τα καρυδότσουφλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Καρυγιού σέφλα
(Καρυδιού τσόφλι˙ καρυδότσουφλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καρυδού μέσα
(Καρυδιού μέσα˙ καρυδόψυχα)
Φάρασ.
-Dawk.
Καρυγιού τ' απεσ'νού τ'
(Καρυδιού το μέσα του˙ καρυδόψυχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ποντικού καρύδ'
(Ποντικού καρύδι, εξάρτημα ποντικοπαγίδας που παρήγε θόρυβο˙ ειρων., φλύαρη γυναίκα)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
|| Παροιμ.
Τα 'μάν είν' gαρύδε, κροτάνε· τουνετσ̑εινώ είν' σταφίδες, κοάνε, σάσιν τζ̑ό 'χουν
(Τα δικά μου είναι καρύδια, βροντάνε· εκείνων είναι σταφίδες, κολλάνε, φωνή δεν έχουν˙ το έλεγε με παράπονο ένας που συνέχεια τον κατηγορούσαν, ενώ στους άλλους δεν έλεγαν ποτέ τίποτα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τα 'μό καρύα 'νdαι κι ακούζουνdαι· τα σο σταφίρες είνdαι και γιαπiστι̂́ζουν
(Τα δικά μου είναι καρύδια και ακούγονται· τα δικά σου είναι σταφίδες και κολλούν˙ Για αυτούς που κατηγορούν τους άλλους και κατορθώνουν να κρυβουν τα δικά τους σφάλματα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Με κλαις, μικρό μ', να έρτ' μπασ̑ά σ'
να σι φέρ' μήλα τσ̑ι καρύγια (Μην κλαις, μικρό μου. Θα έρθει ο θειος σου
να σου φέρει μήλα και καρύδια
(ταχτάρισμα)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
να σι φέρ' μήλα τσ̑ι καρύγια (Μην κλαις, μικρό μου. Θα έρθει ο θειος σου
να σου φέρει μήλα και καρύδια
(ταχτάρισμα)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Καρυδιά
Γούρδ., Ουλαγ., Τζαλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
:
Έβγκη αν gαρύδι
(Φύτρωσε μιά καρυδιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Φέτ' ντο καρύγ̑' μας να ντέκ̑' πολλά καρύα
(Φέτος η καρυδιά μας θα δώσει πολλά καρύδια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σο τεπέ παγλαρί είχαμ’ κι ένα καρύτ’· μέγα το δένdρο 'τον
(Στο Τεπέ Παγλαρί είχαμε μιά καρυδιά. Ήταν μεγάλο το δέντρο)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ατσ̑εί ήσανdε 'δρά καρύδε, τσ̑αι ψεά μελίνες
(Εκεί ήτανε μεγάλες καρυδιές, και ψηλές μελιές)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ατζεί ύπνωσάμι σα καρύδα 'ποκάτου
(Εκεί κοιμηθήκαμε κάτω από τις καρυδιές)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
'κλουσ̑άς το κουβούκλι ασ' το καρύγι 'ναι και έχ' τέσσερα ανgέλια 'ς το τόλος του
(Το κουβούκλιο της εκκλησίας είναι από καρυδιά και έχει τέσσερεις αγγέλους στον θόλο του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
καρυδιά
3. Κατα πληθ., παιχνίδι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς με έπαθλο καρύδια
Μισθ.
4. Mτφ., πορδή
Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Του χαλάζ' τσ̑είδι Χεού τα καρύγια
(Το χαλάζι είναι οι πορδές του Θεού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σάλτσεν’ να καρύδ’
(Αμόλησε μιά πορδή)
Σινασσ.
-Βλασ.
|| Φρ.
Το καρύδι τ’ ξέβεν τεβρέδια
(Η πορδή του βγήκε ανάποδα˙ έχει νεύρα)
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Ο καθείς το καρύδι τ' μούσκο τ' απαντέχει
(Ο καθένας την πορδή του τη νομίζει μόσχο ευωδιαστό˙ σπανίως κατακρίνει κανείς τον εαυτό του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.