ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρύδι (ουσ. ουδ.) καρύδι [kaˈriði] Ανακ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. καρύδ' [kaˈrið] Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φλογ. καρύθ' [kaˈriθ] Σίλατ. καρύτ' [kaˈrit] Φερτάκ. καρύγι [kaˈriʝi] Γούρδ. καρύγ̑' [kaˈriʝ] Αξ., Ουλαγ. καρύχ' [kaˈrix] Αραβαν. καρύι [kaˈrii] Μισθ., Τσαρικ. καρύ [kaˈri] Αξ., Αραβαν., Μπέηκ. καρύρι [kaˈriri] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. καρύδιον, υποκορ. του κάρυον. Ο τύπ. καρύδι ήδη μεσν.
1. Καρύδι ό.π.τ. : Αλλάζουμ' το σα καρύδια (Το ανταλλάσσουμε με καρύδια) Ανακ. -Cost. Τρώιξαμ' ντα καρύγια τσι κάφτιξαμ' καρυγιού ντα σέφλα (Τρώγαμε τα καρύδια και καίγαμε τα καρυδότσουφλα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Καρυγιού σέφλα (Καρυδιού τσόφλι˙ καρυδότσουφλο) Μισθ. -Κοτσαν. Καρυδού μέσα (Καρυδιού μέσα˙ καρυδόψυχα) Φάρασ. -Dawk. Καρυγιού τ' απεσ'νού τ' (Καρυδιού το μέσα του˙ καρυδόψυχα) Μισθ. -Κοτσαν. Ποντικού καρύδ' (Ποντικού καρύδι, εξάρτημα ποντικοπαγίδας που παρήγε θόρυβο˙ ειρων., φλύαρη γυναίκα) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 || Παροιμ. Τα 'μάν είν' gαρύδε, κροτάνε· τουνετσ̑εινώ είν' σταφίδες, κοάνε, σάσιν τζ̑ό 'χουν (Τα δικά μου είναι καρύδια, βροντάνε· εκείνων είναι σταφίδες, κολλάνε, φωνή δεν έχουν˙ το έλεγε με παράπονο ένας που συνέχεια τον κατηγορούσαν, ενώ στους άλλους δεν έλεγαν ποτέ τίποτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τα 'μό καρύα 'νdαι κι ακούζουνdαι· τα σο σταφίρες είνdαι και γιαπiστι̂́ζουν (Τα δικά μου είναι καρύδια και ακούγονται· τα δικά σου είναι σταφίδες και κολλούν˙ Για αυτούς που κατηγορούν τους άλλους και κατορθώνουν να κρυβουν τα δικά τους σφάλματα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Με κλαις, μικρό μ', να έρτ' μπασ̑ά σ'
να σι φέρ' μήλα τσ̑ι καρύγια
(Μην κλαις, μικρό μου. Θα έρθει ο θειος σου
να σου φέρει μήλα και καρύδια
(ταχτάρισμα))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Καρυδιά Γούρδ., Ουλαγ., Τζαλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ. : Έβγκη αν gαρύδι (Φύτρωσε μιά καρυδιά) Φάρασ. -Dawk. Φέτ' ντο καρύγ̑' μας να ντέκ̑' πολλά καρύα (Φέτος η καρυδιά μας θα δώσει πολλά καρύδια) Ουλαγ. -Κεσ. Σο τεπέ παγλαρί είχαμ’ κι ένα καρύτ’· μέγα το δένdρο 'τον (Στο Τεπέ Παγλαρί είχαμε μιά καρυδιά. Ήταν μεγάλο το δέντρο) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατσ̑εί ήσανdε 'δρά καρύδε, τσ̑αι ψεά μελίνες (Εκεί ήτανε μεγάλες καρυδιές, και ψηλές μελιές) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατζεί ύπνωσάμι σα καρύδα 'ποκάτου (Εκεί κοιμηθήκαμε κάτω από τις καρυδιές) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β 'κλουσ̑άς το κουβούκλι ασ' το καρύγι 'ναι και έχ' τέσσερα ανgέλια 'ς το τόλος του (Το κουβούκλιο της εκκλησίας είναι από καρυδιά και έχει τέσσερεις αγγέλους στον θόλο του) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. καρυδιά
3. Κατα πληθ., παιχνίδι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς με έπαθλο καρύδια Μισθ.
4. Mτφ., πορδή Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. : Του χαλάζ' τσ̑είδι Χεού τα καρύγια (Το χαλάζι είναι οι πορδές του Θεού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σάλτσεν’ να καρύδ’ (Αμόλησε μιά πορδή) Σινασσ. -Βλασ. || Φρ. Το καρύδι τ’ ξέβεν τεβρέδια (Η πορδή του βγήκε ανάποδα˙ έχει νεύρα) -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Ο καθείς το καρύδι τ' μούσκο τ' απαντέχει (Ο καθένας την πορδή του τη νομίζει μόσχο ευωδιαστό˙ σπανίως κατακρίνει κανείς τον εαυτό του) Σινασσ. -Αρχέλ.