ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρσιτζής (ουσ. αρσ.) qαρσ̑ιdζ̑ής [qarʃiˈdʒis] Φλογ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. karşıcı = αυτός που πάει να προϋπαντήσει έναν επισκέπτη.
Προϋπαντητής, αυτός που βγαίνει να προϋπαντήσει : Ασ' σο χωριό ’τον άκουναν σιλαχ̇ιού τα σέσια qροίκαναν το το έρουνdαι παιδιού το ταράφ’, παίρισ̑καν κρασ̑ί, ιραqί ντάμα τ’νε και βγαίνισ̑καν qαρσ̑ιdζ̑ήδε (Από το χωριό, όταν άκουγαν του κρότους των όπλων, καταλάβαιναν ότι έρχονται οι συγγενείς του παιδιού, έπαιρναν μαζί τους κρασί, ρακί, και έβγαιναν ως προϋπαντητές ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361