καρσιλικλούδια
(επίρρ.)
qαρσι̂λικλούδια
[qarsɯliˈkluðʝa]
Μαλακ.
Από το αμάρτυρο επιθ. *καρσιλικλούς (<τουρκ. επίθ. karsılıkli = αντικριστός, θ. πληθ. καρσιλικλούδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -α. Για τον σχηματ. πβ. ασιρούδια, μπαχαλούδια.
Πβ.
μπαχαλούδια
Αντικριστά