ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρντάσης (ουσ. αρσ.) qαρντάς̑ [qarˈdaʃ] Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ. καρντάς̑ [karˈdaʃ ] Ανακ., Αξ. γκαρντάς̑ [garˈdaʃ] Ουλαγ. γαρντάσ' [ɣarˈdas] Μισθ. γκαρντάσ̑ι [garˈdaʃɯ] Ουλαγ. καρτάσι [kar'tasi] Αραβ., Τροχ. Γεν. qαρντασ̑ιού [qardaˈʃçu] Ουλαγ. Κλητ. γκάρντασ̑ι [ˈgardaʃɯ] Ουλαγ. Πληθ. καρντάσ̑α [karˈdaʃa] Ουλαγ., Σεμέντρ. γκαρντάσ̑α [garˈdaʃa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. kardeş = αδελφός, όπου και διαλεκτ. τύπ. kardaş και gardaş. Πβ. νεότ. ουσ. καρδάσης.
1. Αδελφός ό.π.τ. : Εν ντο μέα ντο qαρντάς̑ έσταγε (Ο μεγαλύτερος αδελφός έμεινε) Ουλαγ. -Dawk. Το βραΰ ήρτε γκαρντάσ̑ι τ', ότ'λαα χιώρσε ντ' κορίτσ̑' ντο ντέ 'ναι, έκλαψε (Το βράδυ ήρθε ο αδελφός της, μόλις είδε ότι το κορίτσι δεν είναι εκεί, έκλαψε) Ουλαγ. -Κεσ. Αμέτ, ιτά ντο φσ̑άχ σαβντιράτ το qαρντασ̑ιού τ' το σπίτ (Αμέτ, πήγαινε αυτό το αγόρι στου αδελφού του το σπίτι) Ουλαγ. -Dawk. Αχ, γκάρντασ̑ι μ', ογώ ντερέ τι να έν-νω; (Αχ, αδελφέ μου, εγώ τώρα τι θα γίνω;) Ουλαγ. -Κεσ. Έγισ̑γκες ντώγιοκα qαρντάσ̑α (Είχες δώδεκα αδελφούς) Ουλαγ. -Dawk. Είχαν κι άλλα πολλά qαρντάσ̑α (Είχαν και άλλους πολλούς αδελφούς) Σίλατ. -Dawk. Ούτσ̑α οπ' τα λέισ̑καν ντα ρυόν ντα γκαρντάσ̑α, ντο πατισάχ άκοσεν ντα (Έτσι καθώς μιλούσαν οι δύο οι αδελφοί, ο βασιλιάς τους άκουσε) Ουλαγ. -Κεσ. Λύκους μι δ' αλιbίκια γαρντάσ' νίουντι καμιά φορά (Ο λύκος γίνεται αδελφός με την αλεπού καμιά φορά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Γεdί καρντάς̑ (Εφτά αδέλφια˙ ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου· < τουρκ. διαλεκτ. φρ. Yedi Kardeş) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Αδελφή Αραβ., Τροχ.
Συνών. αδελφός