καρντάσης
(ουσ. αρσ.)
qαρντάς̑
[qarˈdaʃ]
Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
καρντάς̑
[karˈdaʃ ]
Ανακ., Αξ.
γκαρντάς̑
[garˈdaʃ]
Ουλαγ.
γαρντάσ'
[ɣarˈdas]
Μισθ.
γκαρντάσ̑ι
[garˈdaʃɯ]
Ουλαγ.
καρτάσι
[kar'tasi]
Αραβ., Τροχ.
Γεν.
qαρντασ̑ιού
[qardaˈʃçu]
Ουλαγ.
Κλητ.
γκάρντασ̑ι
[ˈgardaʃɯ]
Ουλαγ.
Πληθ.
καρντάσ̑α
[karˈdaʃa]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
γκαρντάσ̑α
[garˈdaʃa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. kardeş = αδελφός, όπου και διαλεκτ. τύπ. kardaş και gardaş. Πβ. νεότ. ουσ. καρδάσης.
1. Αδελφός
ό.π.τ.
:
Εν ντο μέα ντο qαρντάς̑ έσταγε
(Ο μεγαλύτερος αδελφός έμεινε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το βραΰ ήρτε γκαρντάσ̑ι τ', ότ'λαα χιώρσε ντ' κορίτσ̑' ντο ντέ 'ναι, έκλαψε
(Το βράδυ ήρθε ο αδελφός της, μόλις είδε ότι το κορίτσι δεν είναι εκεί, έκλαψε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αμέτ, ιτά ντο φσ̑άχ σαβντιράτ το qαρντασ̑ιού τ' το σπίτ
(Αμέτ, πήγαινε αυτό το αγόρι στου αδελφού του το σπίτι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Αχ, γκάρντασ̑ι μ', ογώ ντερέ τι να έν-νω;
(Αχ, αδελφέ μου, εγώ τώρα τι θα γίνω;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έγισ̑γκες ντώγιοκα qαρντάσ̑α
(Είχες δώδεκα αδελφούς)
Ουλαγ.
-Dawk.
Είχαν κι άλλα πολλά qαρντάσ̑α
(Είχαν και άλλους πολλούς αδελφούς)
Σίλατ.
-Dawk.
Ούτσ̑α οπ' τα λέισ̑καν ντα ρυόν ντα γκαρντάσ̑α, ντο πατισάχ άκοσεν ντα
(Έτσι καθώς μιλούσαν οι δύο οι αδελφοί, ο βασιλιάς τους άκουσε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Λύκους μι δ' αλιbίκια γαρντάσ' νίουντι καμιά φορά
(Ο λύκος γίνεται αδελφός με την αλεπού καμιά φορά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Γεdί καρντάς̑
(Εφτά αδέλφια˙ ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου· < τουρκ. διαλεκτ. φρ. Yedi Kardeş)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Αδελφή
Αραβ., Τροχ.
Συνών.
αδελφός