καρπερός
(επίθ.)
καρπερό
[karpeˈro]
Ανακ.
Από το μεσν. επίθ. καρπερός.
Καρπερός, γόνιμος
:
Καρπερό ’ναίκα
(Καρπερή γυναίκα, ικανή να γεννήσει πολλά παιδιά)
Ανακ.
-Κωστ.Μ.