ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρσιλαντίζω (ρ.) καρσ̑ιλαdίζω [karʃilaˈdizo] Ανακ. qαρσ̑ιλατίζω [qarʃilaˈtizo] Μαλακ. καρσ'λατίζω [karslaˈtizo] Ποτάμ. γαρτσ̑ιλατίζω [ɣartʃilaˈtizo] Αφσάρ. γαρτσ̑ιλατίζου [ɣartʃilaˈtizu] Φάρασ. γαρσ̑ουλαdι̂́ζω [ɣarʃulaˈdɯzo] Αραβαν. γαρτσ̑ουλαΐζου [ɣartʃulaˈizu] Μισθ. qαρσ̑ιλατώ [qarʃilaˈto] Φλογ. γκαρσι̂λαdού [garsɯlaˈdu] Ουλαγ. γαρσιλαdώ [ɣarsilaˈdo] Φάρασ. γαρτσ̑ιλατώ [ɣartʃilaˈto] Φάρασ. γασλατώ [ɣaslaˈto] Σινασσ. ’αρτσ̑ιλατώου [artʃilaˈtou] Φάρασ. Αόρ. κ͑αρσ̑ι̂λάτ'σα [kʰarʃɯˈlatsa] Ουλαγ. κ͑αρσ̑'λάτ'σα [kʰarˈʃlatsa] Αξ. κ͑αρσ̑ουλάτ'σ̑α [kʰarʃuˈlatʃa] Γούρδ. κ͑αρσ̑'λάσα [kʰarˈʃlasa] Τελμ. Από το τουρκ. ρ. karşılamak = α) συναντώ β) προϋπαντώ γ) υποδέχομαι. Ο τύπ. γασλατώ με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. [rsl] που προέκυψε από την αποβολή του άτονου [i].
1. Συναντώ, προϋπαντώ ό.π.τ. : Παρανgελνίσ̑κ' να υπάν' ούλ-λα τουν 'ντάμα να τα γαρσ̑ουλανdι̂́σουν (Διατάζει να πάνε όλοι μαζί να τους προϋπαντήσουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Nα πάου σου τοκάν' να γαρτσ̑ουλαΐσουμ' μι ντου γιολντάσι μ' (Θα πάω στο καφενείο να συναντηθούμε με τον φίλο μου) Μισθ. -Κοτσαν. 'φόν τα qαρσ̑ιλάταναν ύστερα ούλλα τ'νε 'ντάμα καθούτανε σο Μαρτναγήλα (Αφού τους συναντούσαν, ύστερα όλοι μαζί κάθονταν στο Μαρτναγήλα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Μ' ότ' πήραμε τελγράφ' ότι έρχεται η Επιτροπή, ούλο το χωριό βγήκε να το καρσιλατίσουμε (Μόλις πήραμε τηλεγράφημα ότι έρχεται η Επιτροπή, όλο το χωριό βγήκε να την προϋπαντήσουμε) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Κλέπαρη, φως στα μάτια σ', ο γιός σ' έρχεται, ν' αξιώσ' να τον γασλατίσεις (Κλέπαρη, φως στα μάτια σου, ο γιός σου έρχεται, να αξιωθείς να τον υποδεχτείς) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Διασταυρώνομαι τυχαία στον δρόμο ό.π.τ. : Αν ντρανήεις, τα χαρτσιά μας γαρσουλλάνσαν (Αν προσέξεις, οι επιστολές μας διασταυρώθηκαν, δηλ. στάλθηκαν ταυτόχρονα) Αραβαν. -Φωστ.