καρσιλαντίζω
(ρ.)
καρσ̑ιλαdίζω
[karʃilaˈdizo]
Ανακ.
qαρσ̑ιλατίζω
[qarʃilaˈtizo]
Μαλακ.
καρσ'λατίζω
[karslaˈtizo]
Ποτάμ.
γαρτσ̑ιλατίζω
[ɣartʃilaˈtizo]
Αφσάρ.
γαρτσ̑ιλατίζου
[ɣartʃilaˈtizu]
Φάρασ.
γαρσ̑ουλαdι̂́ζω
[ɣarʃulaˈdɯzo]
Αραβαν.
γαρτσ̑ουλαΐζου
[ɣartʃulaˈizu]
Μισθ.
qαρσ̑ιλατώ
[qarʃilaˈto]
Φλογ.
γκαρσι̂λαdού
[garsɯlaˈdu]
Ουλαγ.
γαρσιλαdώ
[ɣarsilaˈdo]
Φάρασ.
γαρτσ̑ιλατώ
[ɣartʃilaˈto]
Φάρασ.
γασλατώ
[ɣaslaˈto]
Σινασσ.
’αρτσ̑ιλατώου
[artʃilaˈtou]
Φάρασ.
Αόρ.
κ͑αρσ̑ι̂λάτ'σα
[kʰarʃɯˈlatsa]
Ουλαγ.
κ͑αρσ̑'λάτ'σα
[kʰarˈʃlatsa]
Αξ.
κ͑αρσ̑ουλάτ'σ̑α
[kʰarʃuˈlatʃa]
Γούρδ.
κ͑αρσ̑'λάσα
[kʰarˈʃlasa]
Τελμ.
Από το τουρκ. ρ. karşılamak = α) συναντώ β) προϋπαντώ γ) υποδέχομαι. Ο τύπ. γασλατώ με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. [rsl] που προέκυψε από την αποβολή του άτονου [i].
1. Συναντώ, προϋπαντώ
ό.π.τ.
:
Παρανgελνίσ̑κ' να υπάν' ούλ-λα τουν 'ντάμα να τα γαρσ̑ουλανdι̂́σουν
(Διατάζει να πάνε όλοι μαζί να τους προϋπαντήσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Nα πάου σου τοκάν' να γαρτσ̑ουλαΐσουμ' μι ντου γιολντάσι μ'
(Θα πάω στο καφενείο να συναντηθούμε με τον φίλο μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'φόν τα qαρσ̑ιλάταναν ύστερα ούλλα τ'νε 'ντάμα καθούτανε σο Μαρτναγήλα
(Αφού τους συναντούσαν, ύστερα όλοι μαζί κάθονταν στο Μαρτναγήλα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μ' ότ' πήραμε τελγράφ' ότι έρχεται η Επιτροπή, ούλο το χωριό βγήκε να το καρσιλατίσουμε
(Μόλις πήραμε τηλεγράφημα ότι έρχεται η Επιτροπή, όλο το χωριό βγήκε να την προϋπαντήσουμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Κλέπαρη, φως στα μάτια σ', ο γιός σ' έρχεται, ν' αξιώσ' να τον γασλατίσεις
(Κλέπαρη, φως στα μάτια σου, ο γιός σου έρχεται, να αξιωθείς να τον υποδεχτείς)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Διασταυρώνομαι τυχαία στον δρόμο
ό.π.τ.
:
Αν ντρανήεις, τα χαρτσιά μας γαρσουλλάνσαν
(Αν προσέξεις, οι επιστολές μας διασταυρώθηκαν, δηλ. στάλθηκαν ταυτόχρονα)
Αραβαν.
-Φωστ.