καρούς
(ουσ. ουδ.)
καρούς
[kaˈrus ]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. karış = το άνοιγμα των δακτύλων από το μεγάλο δάκτυλο έως το μικρό.
Σπιθαμή, το άνοιγμα των δακτύλων από το μεγάλο δάκτυλο έως το μικρό