ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρσιλαμάς (ουσ. αρσ.) καρσιλαμάς [karsilaˈmas] Μισθ. qαρσ̑ι̂λαμά [qarʃilaˈma] Μαλακ. γαρσ̑ιλαμάς [ɣarʃilaˈmas] Φάρασ. γαρσιλαμά [ɣarsilaˈma] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. karşılama = α) συνάντηση β) υποδοχή γ) παραδοσιακός χορός σε προϋπάντηση νυφικής πομπής.
1. Υποδοχή Φάρασ.
2. Αντικριστός, ζωηρός παραδοσιακός χορός ό.π.τ.