καρσιλαμάς
(ουσ. αρσ.)
καρσιλαμάς
[karsilaˈmas]
Μισθ.
qαρσ̑ι̂λαμά
[qarʃilaˈma]
Μαλακ.
γαρσ̑ιλαμάς
[ɣarʃilaˈmas]
Φάρασ.
γαρσιλαμά
[ɣarsilaˈma]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. karşılama = α) συνάντηση β) υποδοχή γ) παραδοσιακός χορός σε προϋπάντηση νυφικής πομπής.
1. Υποδοχή
Φάρασ.
2. Αντικριστός, ζωηρός παραδοσιακός χορός
ό.π.τ.