καρτζί
(ουσ. ουδ.)
καρτζί
[karˈdzi]
Σινασσ.
κάρτσ̑'
[ˈkartʃ]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kargı = α) δόρυ β) μεγάλο αγκίστρι γ) διαλεκτ., σαΐτα αργαλειού.
2. Οπίσθιο νύχι κόκκορα
Μαλακ.