καρφώνω
(ρ.)
καρφώνω
[karˈfono]
Δίλ., Φάρασ.
Παθ.
καρφιέμαι
[karˈfçeme]
Ποτάμ.
Αόρ.
καρφώθα
[karˈfoθa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. καρφώνω < μεταγν. καρφόω-ῶ.
Καρφώνω, μπήγω κάτι με βία
ό.π.τ.
:
Έβγκη αν αγός, μπίνεψα το δερπάνι, καρφώθη σον αγό
(Βγήκε ένας λαγός, έρριξα το δρεπάνι, καρφώθηκε στον λαγό )
Φάρασ.
-Dawk.
Καρφώνω το ήωμα
(Καρφώνω το μεγάλο καρφί)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και 'ς του Χριστού τον τάφο
εκεί που καρφιόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος (Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί που καρφωνόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. μιχλαντώ, πηγνύω :1, τσαχτίζω :1, τσιβιλετίζω
εκεί που καρφιόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος (Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί που καρφωνόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. μιχλαντώ, πηγνύω :1, τσαχτίζω :1, τσιβιλετίζω