ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαχτίζω (ρ.) τσ̑αχτι̂́ζω [tʃax'tɯzo] Αραβαν. τσ̑αχτώ [tʃax'to] Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ. Παρατατ. τσ̑άχτανα ['tʃaxtana] Δίλ., Μισθ. Αόρ. τσ̑άχσα ['tʃaxsa] Αξ. Από το τουρκ. ρ. çakmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. çahmak = α) καρφώνω β) στερεώνω γ) δένω σε σταθερό σημείο δ) χτυπώ ε) πίνω, τα κοπανάω στ) παραπείθω.
1. Καρφώνω ό.π.τ. : Απ'κάτ' τσ̑άχτανι να τακτά (Από κάτω κάρφωνε ένα σανίδι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσιγίρντα το μάστορα να ο τσαχτήσ' λίγο (Φώναξε το μάστορα να το καρφώσει λίγο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Σα τρία τσαταλούια στράdας απάν' τσ̑άχτανες ένα σκεφί (Πάνω στο τρίστρατο κάρφωνες ένα καρφί) Δίλ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Τσ̑άχσα 'ς καργιά μι̂́χ (Κάρφωσα στην καρδιά του καρφί˙ τον λύπησα πάρα πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. καρφώνω, πηγνύω :1, τσιβιλετίζω
2. Προσδένω σε πάσσαλο Μισθ. : Τσ̑αχτώ τ' αλούγαdα (Δένω τα άλογα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
3. Κλοτσώ Μαλακ.
4. Συνουσιάζομαι Μισθ.