ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεβρές (ουσ. ουδ.) τσεβρές [tseˈvres] Μισθ., Σινασσ. τσ̑εβρέ [tʃeˈvre] Σίλ. τσεβρέ [tseˈvre] Ποτάμ. τσέβρε [ˈtsevre] Φλογ. τσα̈βρα̈́ [tsæˈvræ] Μισθ. Πληθ. τσεβρέδε [tseˈvreðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çevre = α) περιφέρεια β) γειτονιά γ) διαλεκτ. μαντηλι, φουλάρι.
1. Πανί ή μαντήλι κεντητό με πλουμίδια, δώρο προς τον γαμπρό την ημέρα του γάμου Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ. : qαμπρός ό,τι χι̂σι̂́μια έχισ̑κεν ούλα τσάλταναν το απ' ένα τσέβρε (Ο γαμπρός, ότι συγγενείς είχε, του κρεμούσαν από ένα μαντήλι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Κενdάγαμε σε άσπρα πανιά, %iτσεβρέδε%i τα λένκαμε, ωραία λουλούδια και τα δίνκαμε στους γαμπρούς και τα βάνκανε σ̑ο λαιμό τους (Κεντούσαμε σε άσπρα πανιά, τσεβρέδες τα λέγαμε, ωραία λουλούδια και τα δίναμε στους γαμπρούς και τα βάζανε στον λαιμό τους) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
2. Γυναικεία καλύπτρα, μαντήλα Μισθ., Σίλ. : Οπ’ σοκάχı γέβηνι σακτζής που πούλεινι ιντζί, τσ̑εβρέ, τϋρλΰ νεμέτσ̑α για τις ‘εναίκες (Απ’ τον δρόμο περνούσε ένας πραματευτής που πουλούσε μαργαριτάρια, καλύπτρες και διάφορα πράγματα για τις γυναίκες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 Χέκι τσα̈βρα̈́ (Έβαλε μαντήλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
3. Λευκό τουρμπάνι Φλογ.
4. Κέντημα, κεντημένο ύφασμα Μισθ., Σινασσ. Πβ. ανεβατός :2
5. Βαμβακερός τορβάς Μισθ.