ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεζγκού (ουσ. ουδ.) τσεζγκού [tsezˈgu] Σίλ. Πληθ. τζϋντζΰια [dzynˈdzyja] Μισθ. κϋνζτΰια [khyˈnzdyja] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çözgü = στημόνι.
1. Στημόνι Σίλ. Συνών. ντιρεζί, τσεσμέ
2. Στον πληθ., μιτάρια, εξαρτήματα του αργαλειού με τα οποία μετακινούνται τα νήματα του στημονιού Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025