τσεζγκού
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
τσεζγκού
[tsezˈgu]
Σίλ.
Πληθ.
τζϋντζΰια
[dzynˈdzyja]
Μισθ.
κϋνζτΰια
[khyˈnzdyja]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. çözgü = στημόνι.
2. Στον πληθ., μιτάρια, εξαρτήματα του αργαλειού με τα οποία μετακινούνται τα νήματα του στημονιού
Μισθ.