τσαχτσά
(επίρρ.)
τσ̑αχτσ̑ά
[tʃax'tʃa]
Αραβαν.
τσαχτσά
[tsax'tsa]
Αξ., Γούρδ., Φερτάκ.
τσαχτσ̑ά
[tsax'tʃa]
Ουλαγ.
τσαχσά
[tsax'sa]
Τροχ.
χατσ̑ά
[xa'tʃa]
Τροχ.
'αχτσ̑ά
[ax'tʃa]
Μισθ.
Αγν. ετύμ.
1. Έτσι
ό.π.τ.
:
Αχτσ̑ά λέ', εκεινά οπ' να φά' τη νιότη τ' ντεν ήρτει, λέ'
(Έτσι, λέει, εκείνος, που να φάει την νιότη του, δεν ήρθε, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χ̇έκα το ’ερί μ’ τσαχσά
(Έβαλα το χέρι μου έτσι)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Χατσ̑ά ποίκα το
(Έτσι το έκανα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Χατσ̑ά μέγα
(Τόσο μεγάλο)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Τσαχτσά-μποχτσά
(Έτσι αλλιώς˙ έτσι κι αλλιώς)
Αξ.
-ΚΜΣ-ΚΠ208
Αχτσ̑ά τσ̑' αχτσ̑ά
(Έτσι κι έτσι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ατιά, ζαάρ, ούτσα, τουτσά
β.
Τόσο
Τροχ.
:
Χατσ̑ά μέγα
(Τόσο μεγάλο
)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
2. Προτρεπτικό επίρρ.
Αξ.
:
Έλα 'γιώ τσαχτσά βρε συ!
(Έλα δω αμέσως βρε σύ!)
Αξ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Τροποποιήθηκε: 13/09/2025