ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαχτσά (επίρρ.) τσ̑αχτσ̑ά [tʃax'tʃa] Αραβαν. τσαχτσά [tsax'tsa] Αξ., Γούρδ., Φερτάκ. τσαχτσ̑ά [tsax'tʃa] Ουλαγ. τσαχσά [tsax'sa] Τροχ. 'αχτσ̑ά [ax'tʃa] Μισθ. Αγν. ετύμ.
1. Έτσι ό.π.τ. : Αχτσ̑ά λέ', εκεινά οπ' να φα τη νιότη τ' ντεν ήρτει, λέ' (Έτσι, λέει, εκείνος, που να φάει την νιότη του, δεν ήρθε, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Τσαχτσά-μποχτσά (Έτσι κι αλλιώς) Αξ. -ΚΜΣ-ΚΠ208 αχτσ̑ά τσ̑' αχτσ̑ά (έτσι κι έτσι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ατιά, ζαάρ, ούτσα, τουτσά
2. Προτρεπτικό επίρρ. Αξ. : Έλα 'γιώ τσαχτσά βρε συ! (Έλα δω αμέσως βρε σύ!) Αξ. -ΚΜΣ-ΚΠ290