τσαχτσά
(επίρρ.)
τσ̑αχτσ̑ά
[tʃax'tʃa]
Αραβαν.
τσαχτσά
[tsax'tsa]
Αξ., Γούρδ., Φερτάκ.
τσαχτσ̑ά
[tsax'tʃa]
Ουλαγ.
τσαχσά
[tsax'sa]
Τροχ.
'αχτσ̑ά
[ax'tʃa]
Μισθ.
Αγν. ετύμ.
2. Προτρεπτικό επίρρ.
Αξ.
:
Έλα 'γιώ τσαχτσά βρε συ!
(Έλα δω αμέσως βρε σύ!)
Αξ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290