τσατσάκα
(ουσ. θηλ.)
τσατσάκα
[tsaˈtsaka]
Σινασσ.
Από το ουσ. ζαζά, όπου και τύπ. τσατσά, και το παραγωγ. επίθ. -κα.
Θείτσα
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025