τσατίζω
(ρ.)
τσ̑ατι̂́ζω
[tʃa'tɯzo]
Αξ.
τ͑σ̑ατ͑ι-έζω
[tʰʃˈatʰiˈezo]
Φάρασ.
τ͑σ̑ατ͑ι-έω
[tʰʃˈatʰiˈeo]
Φάρασ.
τσ̑ατιέου
[tʃatiˈeu]
Φάρασ.
τσ̑ατώ
[tʃa'to]
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
Αόρ.
τσ̑ατίεασα
[tʃaˈtiesa]
Φάρασ.
τσ̑άτ'σα
[ˈtʃatsa]
Φλογ.
Νεότ. ρ. τσατίζω = α) πιάνω κουβέντα β) παρενοχλώ ερωτικά (Mackridge 2021: 57), το οπ. από το τουρκ. ρ. çatmak = α) συναρμολογώ, στήνω τον σκελετό β) συγκρούομαι γ) θίγω δ) επιτίθεμαι.
1. Συναρμολογώ
Φάρασ.
2. Χτίζω
Φλογ.
:
Πόσα καμάρες να τσ̑ατίσω;
(Πόσες καμάρες να χτίσω;)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Έχτισα το σπίτ’ και τσ̑άτ’σα το με πένdε καμάρες
(Έχτισα το σπίτι και το κατασκεύασα με πέντε καμάρες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
3. Κουμπώνω
Μισθ.
:
Σηκώδουν πάππου μ', να δου λούσ' δου πάππου μ', να δου φορώσ', να δου τσ̑ατήσ' δα γαλάτσ̑α
(Σηκωνόταν ο παππούς μου, να τον πλύνει τον παππού μου, να τον ντύσει, να του κουμπώσει τα κουμπιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσάτα ντου σάκου σ’
(Κούμπωσε το σακάκι σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
4. Κλειδώνω
Μισθ., Τσαρικ.
:
Τσ̑άια τ' θύρα
(Κλείδωσε την πόρτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
5. Μπλέκω σε καβγά
Αξ., Φάρασ.