τσατσού
(επίρρ.)
τσ̑ατσού
[tʃaˈtsu]
Μισθ., Τσαρικ.
τσ̑αdζού
[tʃaˈdzu]
Μισθ.
Πιθ. από το επίρρ. ντετσ̑ού με επίδρ. του τσ̑αού.
Εκεί
:
Tσ̑ατζού τσείδι μουλουμένου
(Εκεί είναι κρυμμένος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έκατσαν τσ̑ατσού να φαν
(Έκατσαν εκεί να φάνε)
Τσαρικ.
-Καραλ.