ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσατσού (επίρρ.) τσ̑ατσού [tʃaˈtsu] Μισθ., Τσαρικ. τσ̑αdζού [tʃaˈdzu] Μισθ. Πιθ. από το επίρρ. ντετσ̑ού με επίδρ. του τσ̑αού.
Εκεί : Tσ̑ατζού τσείδι μουλουμένου (Εκεί είναι κρυμμένος) Μισθ. -Κοτσαν. Έκατσαν τσ̑ατσού να φαν (Έκατσαν εκεί να φάνε) Τσαρικ. -Καραλ.