τσαχτίνα
(ουσ.)
τσ̑αχτίνα
[tʃax'tina]
Μαλακ.
Από το ρ. τσ̑αχτώ και το παραγωγ. επίθμ -ίνα. Πβ. τουρκ. ρ. çakmak = τα κοπανάω.
Ποτό (συνήθως κρασί)