τσάφκα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑άφκα
['tʃafka]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. şapka = καπέλο, κάλυμμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. şafka.
Στολισμένο κάλυμμα του κεφαλιού της νύφης