τσατλάχος
(επίθ.)
τ͑σ̑ατλάχος
[tʰʃaˈtlaxos]
Φάρασ.
Ουδ.
τ͑σ̑ατλάχ̇ι
[tʰʃaˈtlaxi]
Φάρασ.
Πληθ.
τσ̑ατλάχα
[tʃaˈtlaxa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çatlak, όπου και διαλεκτ. τύπ. çatlah= α) ρωγμή β) ως επίθ., ραγισμένος γ) διαλεκτ., το ποπ κορν.
1. Σκασμένος, ραγισμένος
Φάρασ.
2. Ως ουσ. στον πληθ., ποπ κορν
Φάρασ.