τσατλάτημα
(ουσ. ουδ.)
τ͑σ̑ατ͑λατημα
[tʰʃaˈtʰlaˈtima ]
Αφσάρ.
τ͑σ̑ατ͑λατ͑’μα
[tʰʃaˈtʰlaˈtʰma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. τσατλαντίζω, όπου και τύπ. τσ̑ατ͑λατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σκάσιμο
ό.π.τ.