ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαχ (σύνδ.,πρόθ.) τσ̑αχ [ˈtʃax] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. επιρρ. çak = ακριβώς, όπου και διαλεκτ. τύπ. çah. Πβ. την κοινή φρ. στο τσακ.
Έως, μέχρι ό.π.τ. : 'ντάμα να πουρπαΐσουμ' τσ̑αχ σου τέλος (Μαζί θα περπατήσουμε ως το τέλος) Μισθ. -Κοτσαν. Ντε κλείν' τσ̑αχ εννιά η ώρα (Δεν κλείνει μέχρι τις 9 η ώρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.