ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαχ (πρόθ.) τσ̑αχ [ˈtʃax] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. επιρρ. çak = ακριβώς, όπου και διαλεκτ. τύπ. çah. Πβ. την κοινή φρ. στο τσακ.
1. Ως πρόθ. για δήλωση χρόνου, μέχρι, ως ό.π.τ. : 'ντάμα να πουρπαΐσουμ' τσ̑αχ σου τέλος (Μαζί θα περπατήσουμε ως το τέλος) Μισθ. -Κοτσαν. Ντε κλείν' τσ̑αχ εννιά η ώρα (Δεν κλείνει μέχρι τις 9 η ώρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ως :4
2. Για τοπική δήλωση, μέχρι, ως Μισθ. : Ντα χτηνά απουγού παίρισκαν ντα, καταβάισκαν ντα, πηάισκαν ντα τσ̑άχ Tούμπα (Tα γελάδια τα έπαιρναν αποδώ, τα κατέβαζαν, τα πήγαιναν μέχρι την Τούμπα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ως :1
Τροποποιήθηκε: 05/09/2025