τσαχ
(σύνδ.,πρόθ.)
τσ̑αχ
[ˈtʃax]
Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. επιρρ. çak = ακριβώς, όπου και διαλεκτ. τύπ. çah. Πβ. την κοινή φρ. στο τσακ.
Έως, μέχρι
ό.π.τ.
:
'ντάμα να πουρπαΐσουμ' τσ̑αχ σου τέλος
(Μαζί θα περπατήσουμε ως το τέλος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε κλείν' τσ̑αχ εννιά η ώρα
(Δεν κλείνει μέχρι τις 9 η ώρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.