τσεβρίκ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εβρίκ
[tʃevˈrik]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. çevrik = α) γυριστός ή περιστροφικός β) περιτριγυρισμένος, περίκλειστος.
Χαμηλό προστατευτικό πεζούλι περιμετρικά του δώματος
Συνών.
παρού