τσελεμπής
(ουσ. αρσ.)
τσελεbής
[tseleˈbis]
Σίλ., Σινασσ.
τσ̑έλεbης
['tʃelebis]
Αξ., Σίλ.
τσέλεbη
['tselebi]
Αξ., Αραβαν.
τσελεπή
[tseleˈpi]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. τσελεμπής = κύριος, άρχοντας (Mackridge 2021: 58), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çelebi = α) κύριος, ευγενής β) ηγούμενος μοναχικού τάγματος γ) ως διαλεκτ. σημ., ανδράδελφος. Πβ. και μεσν. ουσ. τζαλαπῆς = κύριος. Και ο τύπ. τσελεπής νεότ.
1. Ως προσφώνηση, κύριος
Σινασσ.
2. Aνδράδελφος, κουνιάδος, αδελφός του συζύγου
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
:
Εσύ με το τσέλεbη μ’ το Ανέστη γκελεdζεψέτ’ το
(Εσύ με τον ανδράδελφό μου τον Ανέστη συζητήστε το)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ατόλτζισε απάνου μου· «Αρ τσέλεbής μου 'ναι!», είπι
(Όρμησε απάνω μου· «Καλέ, είναι ο κουνιάδος μου!», είπε)
Σίλ.
-Καρίπ.
Τροποποιήθηκε: 28/08/2025