ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσελεμπής (ουσ. ουδ.) τσελεbής [tseleˈbis] Σίλ., Σινασσ. τσ̑έλεbης ['tʃelebis] Αξ. τσέλεbη ['tselebi] Αξ., Αραβαν. τσελεπή [tseleˈpi] Αραβαν. Νεότ. ουσ. τσελεμπής = κύριος, άρχοντας (Mackridge 2021: 58), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çelebi = α) κύριος, ευγενής β) ηγούμενος μοναχικού τάγματος γ) ως διαλεκτ. σημ., ανδράδελφος. Πβ. και μεσν. ουσ. τζαλαπῆς = κύριος. Και ο τύπ. τσελεπής νεότ.
1. Ως προσφώνηση, κύριος Σινασσ.
2. Aνδράδελφος, κουνιάδος, αδελφός του συζύγου Αξ., Αραβαν., Σίλ. : Εσύ με το τσέλεbη μ’ το Ανέστη γκελετζεψέτ’ το (Εσύ με τον ανδράδελφό μου τον Ανέστη συζητήστε το) Αραβαν. -Φωστ. Ατόλτζισε απάνου μου· «Αρ τσέλεbής μου 'ναι!», είπι (Όρμησε απάνω μου· «Καλέ, είναι κουνιάδος μου!», είπε)