τσεμελόκκα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑εμελόκ-κα
[tʃeme'lokka]
Αξ.
τσ̑ομελέκ-κα
[tʃome'lekka]
Φλογ.
τσ̑ιμιλέκα
[tʃimi'leka]
Μαλακ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. cebellik = σωρός χώματος που εξέχει στον δρόμο (THADS 3, λ. cebellik).
1. Σημάδι στα χωράφια για αναγνώριση
Αξ.
2. Κωνοειδής πύργος από πέτρες
Μαλακ.
3. Ειδικότ., οι πέτρες που τοποθετούνταν στο παιχνίδι τουζλαμά ως σημάδι για να οριοθετηθεί ο χώρος όπου φυλάκιζαν τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας που έπιαναν ως «αιχμαλώτους»
Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025