ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεμελόκκα (ουσ. θηλ.) τσ̑εμελόκ-κα [tʃeme'lokka] Αξ. τσ̑ομελέκ-κα [tʃome'lekka] Φλογ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. cebellik = σωρός χώματος που εξέχει στον δρόμο (THADS 3, λ. cebellik). Εναλλακτικά, από το τουρκ. ουσ. temellük = κατοχή γης.
1. Σημάδι στα χωράφια για αναγνώριση Αξ.
2. Ειδικότ., οι πέτρες που τοποθετούνταν στο παιχνίδι τουζλαμά ως σημάδι για να οριοθετηθεί ο χώρος όπου φυλάκιζαν τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας που έπιαναν ως «αιχμαλώτους» Φλογ.