τσεμελόκκα
(ουσ. θηλ.)
τσ̑εμελόκ-κα
[tʃeme'lokka]
Αξ.
τσ̑ομελέκ-κα
[tʃome'lekka]
Φλογ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. cebellik = σωρός χώματος που εξέχει στον δρόμο (THADS 3, λ. cebellik). Εναλλακτικά, από το τουρκ. ουσ. temellük = κατοχή γης.
1. Σημάδι στα χωράφια για αναγνώριση
Αξ.
2. Ειδικότ., οι πέτρες που τοποθετούνταν στο παιχνίδι τουζλαμά ως σημάδι για να οριοθετηθεί ο χώρος όπου φυλάκιζαν τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας που έπιαναν ως «αιχμαλώτους»
Φλογ.