τσέπη
(ουσ. θηλ.)
τζ̑έπη
[ˈdʒepi]
Σίλ.
τζ̑έπ'
[dʒep]
Σίλ.
τζ̑άπη
[ˈdʒapi]
Φάρασ.
τσ̑άπη
[ˈtʃapi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑όπη
[tʃopi]
Ποτάμ.
τσ̑όπα
[ˈtʃopa]
Σινασσ.
τσόπλια
[ˈtsopʎa]
Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. τσέπη, το οπ. από το τουρκ. ουσ. cep (< περσ. cayb).
Τσέπη ενδύματος
ό.π.τ.
:
Τζ̑έπη μου τρυπήσ̑κι
(Η τσέπη μου τρύπησε)
-Κωστ.Σ.
Έβγκαλε 'σ' την τζ̑άπη του το γκερνταννίχι
(Έβγαλε από την τσέπη του το περιδέραιο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Γέμουσιν τις τσ̑άπις του κοτσ̑ί
(Γέμισε τις τσέπες του με σπόρους σιταριού)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Φρ.
Τζ̑έπ' γανd͑άρι
(τσέπης καντάρι˙ κανταράκι, καντάρι τσέπης)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Ό,τι σε λεν, 'τί μη κρούς· να μη τα μπας σην τζ̑άπη σου, κανείνα μημ bιστεύ
(Ό,τι σου λένε μην ακούς· αν δεν τα βάλεις στην τσέπη σου, κανέναν μην πιστεύεις˙ Μην πιστεύεις σε ό,τι σου τάζει ο καθένας, αν δεν το δεις να πραγματοποιείται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.