τσεπίσι
(ουσ. ουδ.)
τσεπίσι
[tseˈpisi]
Φάρασ.
τ͑σ̑επίτσ̑ι
[tʰʃeˈpitʃi]
Φάρασ.
τσεπέτσ̑'
[tseˈpetʃ]
Μισθ.
τσαμπίτσ'
[tsaˈbits]
Μισθ.
τσεπίδι
[tseˈpiði]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çebiş, όπου και τύπ. çepiş και çepiç = κατσίκι ενός έτους (Tietze 2016, λ. çepiş/çebiş/çebiç).
Κατσίκι ενός έτους
ό.π.τ.