ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεπίσι (ουσ. ουδ.) τσεπίσι [tseˈpisi] Φάρασ. τ͑σ̑επίτσ̑ι [tʰʃeˈpitʃi] Φάρασ. τσεπέτσ̑' [tseˈpetʃ] Μισθ. τσαμπίτσ' [tsaˈbits] Μισθ. τσεπίδι [tseˈpiði] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çebiş, όπου και τύπ. çepiş και çepiç = κατσίκι ενός έτους (Tietze 2016, λ. çepiş/çebiş/çebiç).
Κατσίκι ενός έτους ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 27/01/2025