ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσεσμέ (II) (ουσ. ουδ.) τσεσμέ [tseˈzme] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. çözme = α) τοποθέτηση του νήματος στο στημόνι β) είδος λεπτού υφάσματος.
Στημόνι : Μάνα μ' κάνισκε το τσεσμέ σο τουβάρ' κι ύστερα το μάζευε, το πέρναε στο χώστρα (Η μάνα μου διαζόταν το στημόνι στον τοίχο και ύστερα το μάζευε, το πέρναγε στον αργαλειό) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. ντιρεζί, τσεζγκού