τσεσμέ (II)
(ουσ. ουδ.)
τσεσμέ
[tseˈzme]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. çözme = α) τοποθέτηση του νήματος στο στημόνι β) είδος λεπτού υφάσματος.