ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιγάρο (ουσ. ουδ.) τζ̑ιγάρου [ʤi'ɣaru] Σίλ. Θηλ. τζ̑ιγάρα [ʤiˈɣara] Αξ., Αραβαν., Φάρασ. τσ̑ίγαρα [ˈtʃiɣara] Φάρασ. τζ̑ίγαρα ['ʤiɣara] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ. τζ̑ί'αρα ['ʤiara] Μισθ. Αρσ. τσ̑ίγαρας [ˈtʃiɣaras] Τσουχούρ., Φάρασ. τσ̑ιγαράς [tʃiɣaˈras] Αφσάρ. Πληθ. τζ̑ίγαρις [ˈdziɣaris] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. sigara, όπου και τύπ. cigara, το οπ. από το γαλλ. cigare.
Τσιγάρο ό.π.τ. : Σάρ'σε ένα τζ̑ιγάρα, έκατσε σο σεdίρ' απάν', και άρχεψε να το καμαρών' (Έστριψε ένα τσιγάρο, έκατσε πάνω στον καναπέ, και άρχισε να το καμαρώνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σ̑άνοιξαμ' τζ̑ίγαρα μι ντα ξεράν ντα φύλλα (Φτιάχναμε τσιγάρα με τα ξερά τα φύλλα) Μισθ. -Κοτσαν. Την τζ̑ιγάρα 'μπύρτσα τα (Το τσιγάρο το άναψα) Φάρασ. -Λαμπρ. Σαράντα χρόνια τσικνών' τζ̑ίγαρα (Σαράντα χρόνια καπνίζει τσιγάρο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ 'νοίσκαν τον ταπαχά παίρ'καν τον τσ̑ιγαρά σα σ̑έρα τουν (Άνοιγαν την ταμπακιέρα, έπαιρναν το τσιγάρο στα χέρια τους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Γουρούλτσα απ' τζ̑ίγαρα ογώ (Χαρμάνιασα από τσιγάρο εγώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ταύραναμ', γιανί τσίκνωναμ' τζ̑ί'αρα (Ρουφάγαμε, ταχα ότι καπνίζαμε τσιγάρα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έκαψαν από ένα τζ̑ίγαρα (Έκαναν από ένα τσιγάρο) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Μποίκε μ’ ένα τζ̑ίγαρα κι ας καπνίσω (Στρίψε μου ένα τσιγάρο να καπνίσω) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Αν τσ̑ίγαρας πήαιμα (Ένα τσιγάρο δρόμος˙ Μικρή απόσταση, όσο να καπνίσει κανείς ένα τσιγάρο) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Β Συνών. ουράδι