τσιγάρο
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ιγάρου
[ʤi'ɣaru]
Σίλ.
Θηλ.
τζ̑ιγάρα
[ʤiˈɣara]
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
τσ̑ίγαρα
[ˈtʃiɣara]
Φάρασ.
τζ̑ίγαρα
['ʤiɣara]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
τζ̑ί'αρα
['ʤiara]
Μισθ.
Αρσ.
τσ̑ίγαρας
[ˈtʃiɣaras]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑ιγαράς
[tʃiɣaˈras]
Αφσάρ.
Πληθ.
τζ̑ίγαρις
[ˈdziɣaris]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sigara, όπου και τύπ. cigara, το οπ. από το γαλλ. cigare.
Τσιγάρο
ό.π.τ.
:
Σάρ'σε ένα τζ̑ιγάρα, έκατσε σο σεdίρ' απάν', και άρχεψε να το καμαρών'
(Έστριψε ένα τσιγάρο, έκατσε πάνω στον καναπέ, και άρχισε να το καμαρώνει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ̑άνοιξαμ' τζ̑ίγαρα μι ντα ξεράν ντα φύλλα
(Φτιάχναμε τσιγάρα με τα ξερά τα φύλλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Την τζ̑ιγάρα 'μπύρτσα τα
(Το τσιγάρο το άναψα)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Σαράντα χρόνια τσικνών' τζ̑ίγαρα
(Σαράντα χρόνια καπνίζει τσιγάρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'νοίσκαν τον ταπαχά παίρ'καν τον τσ̑ιγαρά σα σ̑έρα τουν
(Άνοιγαν την ταμπακιέρα, έπαιρναν το τσιγάρο στα χέρια τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Γουρούλτσα απ' τζ̑ίγαρα ογώ
(Χαρμάνιασα από τσιγάρο εγώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ταύραναμ', γιανί τσίκνωναμ' τζ̑ί'αρα
(Ρουφάγαμε, ταχα ότι καπνίζαμε τσιγάρα )
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έκαψαν από ένα τζ̑ίγαρα
(Έκαναν από ένα τσιγάρο)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Μποίκε μ’ ένα τζ̑ίγαρα κι ας καπνίσω
(Στρίψε μου ένα τσιγάρο να καπνίσω)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Αν τσ̑ίγαρας πήαιμα
(Ένα τσιγάρο δρόμος˙ Μικρή απόσταση, όσο να καπνίσει κανείς ένα τσιγάρο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β
Συνών.
ουράδι