τσιγκιρακούδι
(ουσ. ουδ.)
τζιγκραγκούδια
[dzingraˈguðɉa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çıngırak = μικρό κουδούνι.
Πβ.
σινγκιρντἀχι
Κουδούνι
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025