τσιζάχ
(ουσ. ουδ.)
τσιζάχ
[dziˈzax]
Ανακ., Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cızak και çızak = τραμπάλα (THADS 3, λ. cızak IV, çızak).
Τραμπάλα