τσικμέ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ικμέ
[tʃikˈme]
Τροχ.
Πληθ.
τσ̑ικμέες
[tʃikˈmees]
Τροχ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. çekme = α) σπρωξιά, ώθηση β) απότομο, δυνατό τράβηγμα.
Κλοτσιά αλόγου
:
Το άλογο ντίν’ τσ̑ικμέες
(Το άλογο δίνει κλοτσιές)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Πβ.
κιτσιά, λάχτισμα :1, τεπίκι, τεπικιά
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025