ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσικμέ (ουσ. ουδ.) τσ̑ικμέ [tʃikˈme] Τροχ. Πληθ. τσ̑ικμέες [tʃikˈmees] Τροχ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. çekme = α) σπρωξιά, ώθηση β) απότομο, δυνατό τράβηγμα.
Κλοτσιά αλόγου : Το άλογο ντίν’ τσ̑ικμέες (Το άλογο δίνει κλοτσιές) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Πβ. κιτσιά, λάχτισμα :1, τεπίκι, τεπικιά
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025