τσικτάμι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ικτάμι
[tʃiˈktami]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. δικτάμιον, το οπ. από το αρχ. ουσ. δίκταμνον, με τροπή [ð] > [tʃ].
1. Δίκταμο
Φάρασ.
2. Το ποώδες φυτό Ηλίανθος ο κονδυλόρριζος (Helianthus tuberosa)