τσιλιά
(ουσ. θηλ.)
τσιλιά
[tsi'ʎa]
Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
τσ̑ιλιά
[tʃi'ʎa]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
τζελέ
[dzeˈle]
Φάρασ.
Από το ρ. τσιλώ και το παραγωγ. επίθμ. -ια. Για την λ. βλ. Dawkins (1921: 58).
Περίττωμα πτηνών, κουτσουλιά
ό.π.τ.
:
Τσιλιά πεστεριού
(Κουτσουλιά περιστεριού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ορνιχιού ντα τσιλιές
(κουτσουλιές από κότες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Nα 'gονdίσω την τζελέ 'σ' την γκόφα μου
(Nα αποπετάξω τις κουτσουλιές από τον κόρφο μου)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Αναγελά ελιά, αναγελά και τσ̑ιλιά
(Κοροϊδέυει η ελιά, κοροϊδέυει και η κουτσουλιά˙ Για αυτούς που ψέγουν άλλους για δικά τους ελαττώματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361