ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιλιά (ουσ. θηλ.) τσιλιά [tsi'ʎa] Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ. τσ̑ιλιά [tʃi'ʎa] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. τζελέ [dzeˈle] Φάρασ. Από το ρ. τσιλώ και το παραγωγ. επίθμ. -ια. Για την λ. βλ. Dawkins (1921: 58).
Περίττωμα πτηνών, κουτσουλιά ό.π.τ. : Τσιλιά πεστεριού (Κουτσουλιά περιστεριού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ορνιχιού ντα τσιλιές (κουτσουλιές από κότες) Μισθ. -Κοτσαν. Nα 'gονdίσω την τζελέ 'σ' την γκόφα μου (Nα αποπετάξω τις κουτσουλιές από τον κόρφο μου) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Αναγελά ελιά, αναγελά και τσ̑ιλιά (Κοροϊδέυει η ελιά, κοροϊδέυει και η κουτσουλιά˙ Για αυτούς που ψέγουν άλλους για δικά τους ελαττώματα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361