τσιλτίρ τσιλτίρ
(επίρρ.)
τσ̑ιλτίρ τσ̑ιλτίρ
[tʃilˈtir tʃilˈtir]
Μαλακ.
Από την τουρκ. επιρρ. φρ. çıldır çıldır = α) ζωηρά β) για τον τρόπο κοιτάγματος, έξυπνα, λαμπερά.
Ασκαρδαμυκτί