τσιμπάρι
(ουσ. ουδ.)
τζιμπάρ'
[dzimˈbar]
Σίλατ.
τζ̑ουμπέρ'
[dʒuˈber]
Μαλακ.
Θηλ.
τσιμπάρα
[tsimˈbara]
Σινασσ.
Από το ρ. τσιμπώ και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025