τσιμπάρι
(ουσ. ουδ.)
τζιμπάρ'
[dzimˈbar]
Σίλατ.
τζ̑ουμπέρ
[dʒuˈber]
Μαλακ.
Από το ρ. τσιμπώ και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.