τσιμιάζω
(ρ.)
τσιμιάζω
[tsimɲazo]
Σινασσ.
Πβ. ποντ. τζιμίζω και τζουμίζω = συμπιέζω, το οπ. από αμάρτ. ἐκζωμίζω (Οικονομίδης 1958: 93) ἠ από το ουσ. τσιμίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω με απλόπ. συλλ. (τσιμιδιάζω > τσιμιάζω), πβ. και ποντ. τζουμουδιώ = συμπιέζω, ζουλώ.
Συμπιέζω, στύβω, ζουλώ
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025