τσιμούρι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιμούρ'
[tʃiˈmur]
Αξ.
τσουμούρ'
[tsuˈmur]
Ανακ.
τζουμούρι
[dzuˈmuri]
Ανακ.
μουτσούρ'
[muˈtsur]
Μαλακ.
μουτσού
[muˈtsu]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. τζιμούριον, πβ. Σχ. Αριστ. Ρητ. 125.9 «κυνοραϊσταί λέγονται τὰ τζιμούρια ἢ αἱ λεγόμεναι ἀλογομυῖαι παρὰ τὸ ραΐζειν καὶ κείρειν τοὺς κύνας». Ο τύπ. μουτσούρ' με μετάθ.
1. Τσιμπούρι
ό.π.τ.
2. Μικρή μύγα ή κουνούπι
Γούρδ.
Συνών.
κενές