ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιμούρι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιμούρ' [tʃiˈmur] Αξ. τσουμούρ' [tsuˈmur] Ανακ. τζουμούρι [dzuˈmuri] Ανακ. μουτσούρ' [muˈtsur] Μαλακ. μουτσού [muˈtsu] Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. τζιμούριον, πβ. Σχ. Αριστ. Ρητ. 125.9 «κυνοραϊσταί λέγονται τὰ τζιμούρια ἢ αἱ λεγόμεναι ἀλογομυῖαι παρὰ τὸ ραΐζειν καὶ κείρειν τοὺς κύνας». Ο τύπ. μουτσούρ' με μετάθ.
1. Τσιμπούρι ό.π.τ.
2. Μικρή μύγα ή κουνούπι Γούρδ.
Συνών. κενές