τσιμπάνι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιbάν'
[tʃiˈban]
Ανακ., Αραβ.
τσ̑οbάνι
[tʃoˈbani]
Σίλ.
τσ̑οbούνι
[tʃoˈbuni]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. çıban = σπυρί, απόστημα.