ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιμπάνι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιbάν' [tʃiˈban] Ανακ., Αραβ. τσ̑οbάνι [tʃoˈbani] Σίλ. τσ̑οbούνι [tʃoˈbuni] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. çıban = σπυρί, απόστημα.
Σπυρί, εξάνθημα ή απόστημα Αραβαν. : Απάνου σ̑είλι μ’ πονεί, άρτσ̑ισι έβγαλ’ ένα τσ̑οboύνι (To άνω χείλος μου πονάει, άρχισε κι έβγαλε ένα απόστημα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Βγάλλισκε μικρά τσ̑ιbάνια στην κοιλιά τ' (Έβγαζε μικρά σπυριά στην κοιλιά του) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Συνών. βουζούνα, βούζουνος