ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιμπίδι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιμbίρ' [tʃimˈbir] Αραβαν., Γούρδ. τσ̑ιμbί [tʃimˈbi] Αξ. τσιμbί [tsimˈbi] Αξ., Μισθ., Τροχ. Πληθ. τσ̑ιμbίγια [tʃimˈbiʝa] Αξ. τσ̑ιμbία [tʃimˈbia] Μισθ., Τροχ. Από το νεότ. ουσ. τζιμπίδι (Λεξ. Σομ., λ. τζιμπήδι), το οπ. υποκορ. του νεότ. ουσ. τσιμπίδα. Ο τύπ. τσ̑ιμbίρ' με ομαλή τροπή [ð] > [r].
1. Τσιμπίδα Αραβαν.
2. Πιρούνι Αξ., Μισθ., Τροχ. : Μη ντου τσιμbί λία φαϊά τρώιξαμ' (με το πιρούνι λίγα φαγητά τρώγαμε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. περόνι
3. Βελόνα πλεξίματος Γούρδ. Συνών. μίλι, τσίπρα, τσόπι
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025