ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιμπίδι (ουσ. ουδ.) τσ̑ιμbίρ [tʃim'bir] Αραβαν., Γούρδ. τσ̑ιμbί [tʃim'bi] Αξ. τσιμbί [tsim'bi] Μισθ., Τροχ. Πληθ. τσ̑ιμbίγια [tʃim'biʝa] Αξ. τσ̑ιμbία [tʃim'bia] Μισθ., Τροχ. Από το νεότ. ουσ. τζιμπίδι (Λεξ. Σομ., λ. τζιμπήδι), το οπ. υποκορ. του νεότ. ουσ. τσιμπίδα. Οι τύπ. τσ̑ιμbίρ και τσιμbίρ με τροπή [ð] > [r] και αποβολή του άτονου ληκτικού [i].
1. Τσιμπίδα Αραβαν.
2. Πιρούνι Αξ., Μισθ., Τροχ. : Μη ντου τσιμbί λία φαϊά τρώιξαμ' (με το πιρούνι λίγα φαγητά τρώγαμε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. περόνι
3. Βελόνα πλεξίματος Γούρδ. Συνών. μίλι, τσίπρα, τσόπι