τσιμπίδι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιμbίρ'
[tʃimˈbir]
Αραβαν., Γούρδ.
τσ̑ιμbί
[tʃimˈbi]
Αξ.
τσιμbί
[tsimˈbi]
Αξ., Μισθ., Τροχ.
Πληθ.
τσ̑ιμbίγια
[tʃimˈbiʝa]
Αξ.
τσ̑ιμbία
[tʃimˈbia]
Μισθ., Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. τζιμπίδι (Λεξ. Σομ., λ. τζιμπήδι), το οπ. υποκορ. του νεότ. ουσ. τσιμπίδα. Ο τύπ. τσ̑ιμbίρ' με ομαλή τροπή [ð] > [r].
1. Τσιμπίδα
Αραβαν.
2. Πιρούνι
Αξ., Μισθ., Τροχ.
:
Μη ντου τσιμbί λία φαϊά τρώιξαμ'
(με το πιρούνι λίγα φαγητά τρώγαμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
περόνι
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025