τσιμπίδι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιμbίρ
[tʃim'bir]
Αραβαν., Γούρδ.
τσ̑ιμbί
[tʃim'bi]
Αξ.
τσιμbί
[tsim'bi]
Μισθ., Τροχ.
Πληθ.
τσ̑ιμbίγια
[tʃim'biʝa]
Αξ.
τσ̑ιμbία
[tʃim'bia]
Μισθ., Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. τζιμπίδι (Λεξ. Σομ., λ. τζιμπήδι), το οπ. υποκορ. του νεότ. ουσ. τσιμπίδα. Οι τύπ. τσ̑ιμbίρ και τσιμbίρ με τροπή [ð] > [r] και αποβολή του άτονου ληκτικού [i].
1. Τσιμπίδα
Αραβαν.
2. Πιρούνι
Αξ., Μισθ., Τροχ.
:
Μη ντου τσιμbί λία φαϊά τρώιξαμ'
(με το πιρούνι λίγα φαγητά τρώγαμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
περόνι