τσιλώ
(ρ.)
τσιλώ
[tsi'lo]
Σινασσ.
τσ̆ιλώ
[tʃi'lo]
Αξ., Μαλακ.
τσιλίζω
[tsiˈlizo]
Ανακ.
Αόρ.
τσίλτσα
['tsiltsa]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. τσιλῶ (γρ. τζιλῶ), το οπ. από το αρχ. ρ. τιλῶ με προστριβοποίηση.
Κουτσουλώ
Ανακ., Αξ., Σινασσ.
β.
Για ανθρώπους, έχω διάρροια
Μαλακ., Σινασσ.