τσιλίδι
(ουσ. ουδ.)
τσιλίδι
[tsiˈliði]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσιλίδ'
[tsiˈlið]
Ανακ.
τσ̑ιλίρ'
[tʃi'lir]
Αραβαν.
τσ̑ιλίτι
[tsiˈliti]
Φερτάκ.
Πβ. ποντ. τζιλίδιν = πυρακτωμένο κάρβουνο, το οπ. από το μεσν. ουσ. ξυλίδιον κατά τον Συμεωνίδη (1995: 65), ενώ κατά τον Καραποτόσογλου (1982: 244) από το λαζικό jilid = σπίθα. Δεν αποκλείεται η λ. να σχετίζεται με το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çılınkı, όπου και τύπ. çılıntı και çıltı = φρύγανα (βλ. THADS, λ. çılıngı II). Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 216) από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çılıngı = σπινθήρας.
Σπινθήρας, σπίθα ή αποκαΐδι που σιγοκαίει
ό.π.τ.
:
Aπ' τ' αλέφ' σετζιράτ'σαν τα τσ̑ιλίτια κι έκαψαν τα μότουρ' τ' αφτιά
(Από την φωτιά πετάχτηκαν οι σπίθες και έκαψαν τα αφτιά μας)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
Πααίν'gιν νά πάρει αν τσιλίδι μο τη μασ̑ά ν’ ανάψουν τον τσιγαρά τουνι
(Έτρεχε να πάρει φωτιά με τη μασιά, για να ανάψουν το τσιγάρο τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Tα τζιλίδε μην ντα συνdαυλίζεις, άφτουν
(Τα αποκαΐδια μην τα συνδαυλίζεις, ανάβουν˙ Δεν πρέπει κανείς να πηγαίνει γυρεύοντας για να επιδεινώσει μιά κατάσταση)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
ασπίθα, τζινγκί