τζινγκί (II)
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ινgί
[dʒɯnˈgɯ]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çıngı = σπίθα, όπου και τύπ. cıngı (THADS, λ. cıngı I, çıngı I).