τζίτα
(ουσ.)
τζίτα
[ˈdzita]
Φάρασ.
τσίτα
[ˈtsita]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çıta (< μογγολ. cida 'δόρυ’), όπου και διαλεκτ. τύπ. cıda και cida = α) πηχάκι β) δόρυ, ξιφολόγχη (THADS, λ. cıda I, cida I).
1. Ξύλινη βέργα που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι τσιλίκι
Φάρασ.
2. Bέλος
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025