τζινγκί (I)
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ινgί
[dʒinˈɟi]
Αξ., Δίλ.
τζινgιλί
[dzinɟi'li]
Μαλακ.
τσινgλί
[tsin'gli]
Σινασσ.
Πληθ.
τζινgιλιά
[dzinɟi'ʎa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cingi = γρανίτης (THADS, λ. cingi II).
Γρανίτης, σιδηρόπετρα
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σιλατενό τσινγκλί
(Γρανίτης από τα Σίλατα˙ για άνθρωπο σκληρό και ανθεκτικό)
Σινασσ.
-Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025